Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἰς τὸν πόλεμον

См. также в других словарях:

  • συμβολή — Διάφορα φυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται όταν στο χώρο επικαλύπτονται δύο περιοδικές διαταραχές κυματοειδούς τύπου και του αυτού είδους είτε μηχανικής (π.χ. ηχητικά κύματα) είτε ηλεκτρομαγνητικής (π.χ. φωτεινά κύματα) προέλευσης· τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • DESCENDERE — apud C. Nep. Aristide c. 1. Nam postquam Xerces in Graeciam descendit: idem quod movere, expedition em adornare bellum inserre est. Quo sensu et καταβαίνειν. Graecis usurpatur. Diod. Τεθαῥῤηκόρως χαταβαίνειν εἰς τὸν πολεμον. Sed et ἀναβαίνειν,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μελετηρός — ή, ό (Α μελετηρός, ά, όν) [μελέτη] νεοελλ. αυτός που είναι αφοσιωμένος στη μελέτη, στη σπουδή ενός θέματος, αυτός που αγαπά τη μελέτη, φιλομαθής, επιμελής («θα προοδεύσει, γιατί είναι μελετηρός») αρχ. 1. αυτός που ασκείται σε κάτι με προθυμία και …   Dictionary of Greek

  • ρώννυμι — και ῥωννύω ΜΑ 1. παρέχω δύναμη, ισχύ, δυναμώνω, ενισχύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρωμένος, η, ον ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης αρχ. 1. έχω καλή υγεία, υγιαίνω 2. (το β εν. και το β πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. παρακμ.) ἔρρωσο και ἔρρωσθε… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • Digenes Akritas — Epic of Digenis Akritas, Athens National library manuscript. Digenes Akrites (Greek: Διγενῆς Ἀκρίτης, pronounced [ðiʝeˈnis aˈkritis]), known in folksongs as Digenes Akritas (Διγενῆς Ἀκρίτας …   Wikipedia

  • Battle of the Olive Grove of Koundouros — Infobox Military Conflict conflict=Battle of the Olive Grove of Koundouros partof=the Fourth Crusade caption= date=1205 AD place= Messenia, Peloponnese result=Decisive Frankish victory combatant1=Franks combatant2=Byzantines commander1=William of …   Wikipedia

  • μετάγω — (ΑM μετάγω) μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο («πάντα τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», Διόδ.) μσν. αρχ. 1. μεταβιβάζω («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», Ηρωδιαν.) 2. οδηγώ κάποιον από …   Dictionary of Greek

  • Καλαποθάκης, Δημήτριος — (Αρεόπολη Λακωνίας 1862 – Μόναχο 1921). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το θέατρο και τη δημοσιογραφία. Κατά την περίοδο που ζούσε στον Βόλο ασχολήθηκε με τις εκδόσεις και τη συγγραφή. Ίδρυσε το περιοδικό… …   Dictionary of Greek

  • Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»